πρωίας

πρωίας
πρωίᾱς , πρώιος
early
fem acc pl
πρωίᾱς , πρώιος
early
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πρωία — Τίτλος αθηναϊκών εφημερίδων. 1. Ημερήσια εφημερίδα, όργανο του Εθνικού κόμματος (1879 – 1905). Εκδόθηκε σε δύο περιόδους· από τις 11 Μαρτίου 1879 μέχρι τις 2 Αυγούστου 1894 με διευθυντή τον I. Αντωνόπουλο, και από τις 3 Αυγούστου μέχρι τις 12… …   Dictionary of Greek

  • Psalm 130 — (Vulgata: 129) wird oft nach seinem Anfang „Aus der Tiefe rufe ich, Herr, zu Dir“ in der lateinischen Form De profundis benannt. Er wird auch Der sechste Bußpsalm genannt, gehört zu den traditionellen Totengebeten der katholischen Kirche und wird …   Deutsch Wikipedia

  • λεξικό — Κατάλογος ή συλλογή λέξεων μίας γλώσσας, μίας διαλέκτου ή καθορισμένης ύλης, διατεταγμένων κατά κάποια συγκεκριμένη τάξη –συνήθως αλφαβητική– και με την αντίστοιχη ερμηνεία στην ίδια ή σε μια άλλη γλώσσα. Ανάλογα με τον επιδιωκόμενο σκοπό, τα λ.… …   Dictionary of Greek

  • φυλακή — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ.), στην πρώην επαρχία Αποκορώνου, του νομού Χανίων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (4 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας οικισμός, τα Δράμια (υψόμ. 50 μ.). * * * η, ΝΜΑ, και ιδιωμ. τ. φλακή Ν [φύλαξ, ακος]… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”